- ῥηκτική
- ῥηκτικόςapt to burstfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… … Dictionary of Greek
ρήκτης — ο / ῥήκτης, ΝΑ (για σεισμό) αυτός που επιφέρει στη γη ρήγματα νεοελλ. ρηκτική οβίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ τού ῥήγνυμι* + επίθημα της. Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ρηκτικός — ή, ό / ῥηκτικός, ή, όν, ΝΑ [ῥήκτης] νεοελλ. φρ. «ρηκτική οβίδα» ή «ρηκτικό βλήμα» βλήμα που προορίζεται για τη διάτρηση πολύ ανθεκτικών στόχων, αλλ. ρήκτης αρχ. 1. ο κατάλληλος ή ικανός για διάρρηξη 2. αυτός που προκαλεί ή επιφέρει διάρρηξη… … Dictionary of Greek